μεγαλοσοφιστής

μεγαλοσοφιστής
μεγᾰλο-σοφιστής, οῦ, ,
A = μέγας σοφιστής, Ath.3.113d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοσοφιστής — μεγαλοσοφιστής, ὁ (Α) μεγάλος σοφιστής …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσοφιστοῦ — μεγαλοσοφιστής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”